πεταλωτής

πεταλωτής
ο
πληθ. -ές και -ήδες, αυτός που πεταλώνει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεταλωτής — ο, Ν ειδικός στο πετάλωμα τών αλόγων και άλλων ζώων, καλιγωτής, αλμπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • αλμπάνης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από τη Δίβρη της Ηλείας. Πήρε μέρος σε επιχειρήσεις στην Πάτρα, τα Καλάβρυτα, το Μεσολόγγι και την Αθήνα και διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Μετά την απελευθέρωση εντάχθηκε στους… …   Dictionary of Greek

  • καλιγάς — ο 1. καλιγάριος*, κατασκευαστής καλιγιών* 2. πεταλωτής, εκείνος που καλιγώνει υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίγι + κατάλ. άς (πρβλ. ψαρ άς, ψωμ άς)] …   Dictionary of Greek

  • καλιγωτής — και καλιβωτής ο [καλιγώνω] αυτός που έχει ως επάγγελμα να καλιγώνει, πεταλωτής, αλλ. αλμπάνης …   Dictionary of Greek

  • λώθρα — η 1. το οξύ μέρος τών καρφιών, το οποίο αποκόπτει και πετάει ο πεταλωτής, αφού καρφώσει το πέταλο στην οπλή τών ίππων, τών όνων ή τών ημιόνων 2. μτφ. πράγμα άχρηστο ή ευκαταφρόνητο, ανάξιο προσοχής 3. φρ. α) «να μη μείνει λώθρα» (λέγεται ως… …   Dictionary of Greek

  • μαριτζάς — και μαρετζάς και μαρίτζας, ὁ (Μ) 1. στρατιωτικός διοικητής 2. πεταλωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. marechau] …   Dictionary of Greek

  • πεταλάς — Μικρό νησί στο Ιόνιο πέλαγος (υψόμ. 80 μ.). Ανήκει στη συστάδα των Εχινάδων και υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα της Αγίας Ευφημίας, της πρώην επαρχίας Σάμης, του νομού Κεφαλληνίας. Ο Π. έχει καλό αγκυροβόλιο. * * * ο, Ν [πέταλο] τεχνίτης που… …   Dictionary of Greek

  • πεταλωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με τον πεταλωτή 2. το θηλ. ως ουσ. η πεταλωτική η τέχνη τού πεταλωτή 3. (το ουδ. πλήθ. ως ουσ.) τα πεταλωτικά η αμοιβή τού πεταλωτή για τη δουλειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλωτής. Η λ., στο θηλ. πεταλωτική (τέχνη),… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλμπάνης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα (για τη γυναίκα του αλμπάνη), πεταλωτής, αδέξιος τεχνίτης: Ζήτησαν στο χωριό αλμπάνη, αλλά αλμπάνης δεν υπήρχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”